ταυτόφωνος

ταυτόφωνος
-η, -ο / ταὐτόφωνος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει ή που αποδίδει την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταὐτόφωνον — ταὐτόφωνος of the same sound masc/fem acc sg ταὐτόφωνος of the same sound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτοφώνους — ταὐτόφωνος of the same sound masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτοφώνῳ — ταὐτόφωνος of the same sound masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • ταυτοφωνία — Όρος που γενικά σημαίνει τη συνήχηση, στο ίδιο τονικό ύψος, δύο ή περισσότερων φωνών ή μουσικών οργάνων. Ωστόσο, στην πολυφωνική μουσική της δυτικής Ευρώπης, ο όρος τ. σημαίνει τη συνάντηση δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών στον ίδιο φθόγγο… …   Dictionary of Greek

  • ταυτόθρους — ουν, Α ταυτόφωνος («παρὰ τοῑς ἀλλογενέσι ταὐτόθρους διέσπαρτο λόγος», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + θρους (< θροῦς), πρβλ. ἱερό θρους] …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”